ανωμαλως

ανωμαλως
    ἀνωμάλως
    ἀν-ωμάλως
    неравным образом, неравномерно, неровно Isocr., Plat., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανωμαλως" в других словарях:

  • ἀνωμαλῶς — ἀνωμαλής adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωμάλως — ἀνομαλόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνώμαλος uneven adverbial ἀνώμαλος uneven masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατίετος — ἀτίετος, ον (Α) 1. παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος 2. εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ αντιδιαστολή προς το άτιτος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»